- εχινοκοκκίαση
- Νόσος που οφείλεται στη μόλυνση του ανθρώπινου οργανισμού από τα αβγά της ταινίας του εχινόκοκκου (βλ. λ.), τα οποία βρίσκονται στον οργανισμό και στα περιττώματα του σκύλου. Τα αβγά εκκολάπτονται στο έντερο του ανθρώπου. Τα έμβρυά τους τρυπούν το εντερικό τοίχωμα και με το αίμα φτάνουν στα διάφορα εσωτερικά όργανα. Δημιουργείται τότε εκεί η εχινοκοκκικήυδάτινη κύστη, που τις πιο πολλές φορές έχει διάμετρο 5-10 εκ. Η κύστη αυτή, σε 5 έως 6 μήνες, παράγει άλλες μικρότερες, που στην καθεμία αναπτύσσονται περίπου 40 σκωληκοκεφαλές. Οι μικρές κύστεις άλλοτε ξεκολλούν από το τοίχωμα της κύστης που τις δημιούργησε και επιπλέουν στο υγρό της και άλλοτε σπάζουν απελευθερώνοντας τις σκωληκοκεφαλές. Οι κύστεις αυτές και οι σκωληκοκεφαλές αποτελούν τη λεγόμενη εχινοκοκκική άμμο. Όταν σπάσει μια εχινοκοκκική κύστη, οι σκωληκοκεφαλές παρασύρονται από την κυκλοφορία του αίματος και φτάνουν σε άλλα σημεία του οργανισμού (ήπαρ, πνεύμονες), όπου δημιουργούν νέες κύστεις. Οι κύστεις δεν είναι βέβαια πάντα γόνιμες, καθώς δεν περιέχουν όλες σκωληκοκεφαλές.
Η ε., εκτός από την έντονη φαγούρα, δεν παρουσιάζει σοβαρά συμπτώματα όσο η κύστη είναι μικρή. Όταν όμως αυξηθεί o όγκος της, πιέζει και παραμορφώνει τα κοιλιακά και θωρακικά όργανα. Οι κύστεις μάλιστα των πνευμόνων προκαλούν αιμοπτύσεις. Η διάγνωση της ε. γίνεται κυρίως με ακτινοσκόπηση, αλλά και με άλλες μεθόδους. Η θεραπεία είναι χειρουργική. Μεγάλη σημασία έχει η πρόληψη, η οποία γίνεται με τη χορήγηση ειδικών φαρμακευτικών σκευασμάτων στους σκύλους.
* * *η [εχινόκοκκος]ιατρ. παρασιτογενής νόσος που οφείλεται στη μόλυνση τού ανθρώπινου οργανισμού από την προνύμφη τού εχινόκοκκου.
Dictionary of Greek. 2013.